βίοτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βίοτος οἱ βίοτοι
      γενική τοῦ βιότου τῶν βιότων
      δοτική τῷ βιότ τοῖς βιότοις
    αιτιατική τὸν βίοτον τοὺς βιότους
     κλητική ! βίοτε βίοτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βιότω
γεν-δοτ τοῖν  βιότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βίοτος < βίος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

βίοτος αρσενικό

  1. ζωή
  2. τα προς το ζην, περιουσία, αγαθά

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.