βιοπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιοπτικός | η | βιοπτική | το | βιοπτικό |
| γενική | του | βιοπτικού | της | βιοπτικής | του | βιοπτικού |
| αιτιατική | τον | βιοπτικό | τη | βιοπτική | το | βιοπτικό |
| κλητική | βιοπτικέ | βιοπτική | βιοπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιοπτικοί | οι | βιοπτικές | τα | βιοπτικά |
| γενική | των | βιοπτικών | των | βιοπτικών | των | βιοπτικών |
| αιτιατική | τους | βιοπτικούς | τις | βιοπτικές | τα | βιοπτικά |
| κλητική | βιοπτικοί | βιοπτικές | βιοπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βιοπτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bioptic < αρχαία ελληνική βίος + ὀπτικός (< ὁράω / ὁρῶ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.