βιεννέζικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιεννέζικος η βιεννέζικη το βιεννέζικο
      γενική του βιεννέζικου της βιεννέζικης του βιεννέζικου
    αιτιατική τον βιεννέζικο τη βιεννέζικη το βιεννέζικο
     κλητική βιεννέζικε βιεννέζικη βιεννέζικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιεννέζικοι οι βιεννέζικες τα βιεννέζικα
      γενική των βιεννέζικων των βιεννέζικων των βιεννέζικων
    αιτιατική τους βιεννέζικους τις βιεννέζικες τα βιεννέζικα
     κλητική βιεννέζικοι βιεννέζικες βιεννέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βιεννέζικος < Βιεννέζ(ος) + -ικος < Βιέννη < γαλλική Vienne

Προφορά

ΔΦΑ : /vi̯eˈne.zi.kos/ & /vʝeˈne.zi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιεννέζικος

Επίθετο

βιεννέζικος, -η, -ο

  • που έχει σχέση με τη Βιέννη, ανήκει σ’ αυτή, αναφέρεται σ’ αυτή ή κατάγεται απ’ αυτή

Συγγενικά

  • βιεννουά, βιενουά
  •  δείτε τη λέξη Βιέννη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.