βιβάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιβάρι τα βιβάρια
      γενική του βιβαριού των βιβαριών
    αιτιατική το βιβάρι τα βιβάρια
     κλητική βιβάρι βιβάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιβάρι < μεσαιωνική ελληνική βιβάριον < λατινική vivarium

Ουσιαστικό

βιβάρι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) θαλάσσιος χώρος που έχει περιφραχτεί κατάλληλα και χρησιμοποιείται σαν ιχθυοτροφείο
  2. (παρωχημένο) καλαμένια περίφραξη σε άνοιγμα λιμνοθάλασσας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.