διβάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διβάρι τα διβάρια
      γενική του διβαριού των διβαριών
    αιτιατική το διβάρι τα διβάρια
     κλητική διβάρι διβάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διβάρι < βιβάρι < μεσαιωνική ελληνική βιβάριον < λατινική vivarium

Ουσιαστικό

διβάρι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.