ιβάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιβάρι τα ιβάρια
      γενική του ιβαριού των ιβαριών
    αιτιατική το ιβάρι τα ιβάρια
     κλητική ιβάρι ιβάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιβάρι < μεσαιωνική ελληνική βιβάριον < λατινική vivarium

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈva.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιβάρι

Ουσιαστικό

ιβάρι ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.