ιβάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιβάρι | τα | ιβάρια |
| γενική | του | ιβαριού | των | ιβαριών |
| αιτιατική | το | ιβάρι | τα | ιβάρια |
| κλητική | ιβάρι | ιβάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιβάρι < μεσαιωνική ελληνική βιβάριον < λατινική vivarium
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈva.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐βά‐ρι
Ουσιαστικό
ιβάρι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, λευκαδίτικος ιδιωματισμός) ιχθυοτροφείο
- ※ Η Λευκάδα έχει δυο γιβάρια πλούσια σε ποικιλία ψαριών: “Πάρε γαρίδα απ’ το ιβάρι / κι όποιος παίρνει δε φαλάρει”. (Πανταζής Κοντομίχης, Χριστόφορος Λαζάρης, Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος και Τα Λευκαδίτικα )
- γιβάρι
- → δείτε τη λέξη βιβάρι
Μεταφράσεις
ιβάρι
|
Πηγές
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.