βαϊοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | βαϊοφόρος | το | βαϊοφόρο | ||
| γενική | του/της | βαϊοφόρου | του | βαϊοφόρου | ||
| αιτιατική | τον/τη | βαϊοφόρο | το | βαϊοφόρο | ||
| κλητική | βαϊοφόρε | βαϊοφόρο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | βαϊοφόροι | τα | βαϊοφόρα | ||
| γενική | των | βαϊοφόρων | των | βαϊοφόρων | ||
| αιτιατική | τους/τις | βαϊοφόρους | τα | βαϊοφόρα | ||
| κλητική | βαϊοφόροι | βαϊοφόρα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαϊοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βαϊοφόρος < βαΐον / βάϊ(ον) + -ο- + -φόρος
Σημειώσεις
Μεταφράσεις
που κρατάει βάγια
|
|
Αναφορές
- βαϊοφόρος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- «Βαϊοφόρος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βαϊοφόρος | τὸ | βαϊοφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βαϊοφόρου | τοῦ | βαϊοφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βαϊοφόρῳ | τῷ | βαϊοφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βαϊοφόρον | τὸ | βαϊοφόρον | ||
| κλητική ὦ! | βαϊοφόρε | βαϊοφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βαϊοφόροι | τὰ | βαϊοφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | βαϊοφόρων | τῶν | βαϊοφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βαϊοφόροις | τοῖς | βαϊοφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βαϊοφόρους | τὰ | βαϊοφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | βαϊοφόροι | βαϊοφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαϊοφόρω | τὼ | βαϊοφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βαϊοφόροιν | τοῖν | βαϊοφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- βαϊοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.