βαφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαφικός η βαφική το βαφικό
      γενική του βαφικού της βαφικής του βαφικού
    αιτιατική τον βαφικό τη βαφική το βαφικό
     κλητική βαφικέ βαφική βαφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαφικοί οι βαφικές τα βαφικά
      γενική των βαφικών των βαφικών των βαφικών
    αιτιατική τους βαφικούς τις βαφικές τα βαφικά
     κλητική βαφικοί βαφικές βαφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαφικός < (ελληνιστική κοινή) βαφικός < αρχαία ελληνική βαφή

Επίθετο

βαφικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με τη βαφή, αναφέρεται σ’ αυτή ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί γι’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τα βαφικά

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη βαφή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.