боја

Σερβικά (sr)

Ετυμολογία

боја < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بویا

Ουσιαστικό

боја (sr) (λατινική γραφή: bòja) θηλυκό

  1. το χρώμα
  2. η μπογιά



Σλαβομακεδονικά (mk)

Ετυμολογία

боја < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بویا

Ουσιαστικό

боја (mk) θηλυκό

  1. το χρώμα
  2. η μπογιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.