βαφέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | βαφέας | οι | βαφείς |
| γενική | του του/της |
βαφέα βαφέως |
των | βαφέων |
| αιτιατική | τον/τη | βαφέα | τους/τις | βαφείς |
| κλητική | βαφέα | βαφείς | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαφέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαφεύς
Ουσιαστικό
βαφέας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτός που βάφει, συνήθως κατ' επάγγελμα, κυρίως μέταλλα, αυτοκίνητα ή υφάσματα
Συνώνυμα
- Για τους βαφείς κτηρίων είναι συνηθέστερη η ονομασία ελαιοχρωματιστής ή κοινά μπογιατζής (αρσενικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.