βαφεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βαφεύς | οἱ | βαφεῖς - βαφῆς* |
| γενική | τοῦ | βαφέως | τῶν | βαφέων |
| δοτική | τῷ | βαφεῖ | τοῖς | βαφεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | βαφέᾱ | τοὺς | βαφέᾱς |
| κλητική ὦ! | βαφεῦ | βαφεῖς - βαφῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαφῆ1 ή βαφεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βαφέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- βαφεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.