βασταγερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βασταγερός | η | βασταγερή | το | βασταγερό |
| γενική | του | βασταγερού | της | βασταγερής | του | βασταγερού |
| αιτιατική | τον | βασταγερό | τη | βασταγερή | το | βασταγερό |
| κλητική | βασταγερέ | βασταγερή | βασταγερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βασταγεροί | οι | βασταγερές | τα | βασταγερά |
| γενική | των | βασταγερών | των | βασταγερών | των | βασταγερών |
| αιτιατική | τους | βασταγερούς | τις | βασταγερές | τα | βασταγερά |
| κλητική | βασταγεροί | βασταγερές | βασταγερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βασταγερός
- στερεός, γερός
- που αντέχει
- υπομονετικός, καρτερικός
- (αφορά ποτά ή τρόφιμα) που βαστά για πολύ καιρό, που διατηρείται
Μεταφράσεις
βασταγερός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.