βαρύμαγκας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρύμαγκας οι βαρύμαγκες
      γενική του βαρύμαγκα των βαρύμαγκων
    αιτιατική τον βαρύμαγκα τους βαρύμαγκες
     κλητική βαρύμαγκα βαρύμαγκες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρύμαγκας < βαρύ- + μάγκας

Ουσιαστικό

βαρύμαγκας αρσενικό

  1. ο πολύ μάγκας
  2. (αργκό) ο «πολλά βαρύς κι ασήκωτος» (άνδρας, ή μάγκας)

Αντώνυμα

  1. ψευτοπαλικαράς ή ψευτοπαλληκαράς
  2. ψευτονταής
  3. κουραδόμαγκας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.