κουραδόμαγκας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουραδόμαγκας οι κουραδόμαγκες
      γενική του κουραδόμαγκα των κουραδόμαγκων
    αιτιατική τον κουραδόμαγκα τους κουραδόμαγκες
     κλητική κουραδόμαγκα κουραδόμαγκες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουραδόμαγκας < κουράδ(α) + -ό- + μάγκας

Ουσιαστικό

κουραδόμαγκας αρσενικό

Συνώνυμα

  1. ψευτοπαλικαράς ή ψευτοπαλληκαράς
  2. ψευτονταής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.