ψευτοπαλληκαράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψευτοπαλληκαράς | οι | ψευτοπαλληκαράδες |
| γενική | του | ψευτοπαλληκαρά | των | ψευτοπαλληκαράδων |
| αιτιατική | τον | ψευτοπαλληκαρά | τους | ψευτοπαλληκαράδες |
| κλητική | ψευτοπαλληκαρά | ψευτοπαλληκαράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψευτοπαλληκαράς < ψευτο- + παλληκαράς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.