ψευτονταής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευτονταής οι ψευτονταήδες
      γενική του ψευτονταή των ψευτονταήδων
    αιτιατική τον ψευτονταή τους ψευτονταήδες
     κλητική ψευτονταή ψευτονταήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψευτονταής < ψευτο- + νταής

Ουσιαστικό

ψευτονταής αρσενικό

  1. που παριστάνει τον νταή χωρίς να πείθει, ο θρασύδειλος

Συνώνυμα

  1. ψευτοπαλικαράς ή ψευτοπαλληκαράς
  2. ψευτόμαγκας
  3. κουραδόμαγκας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.