βαράω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαράω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βαρ(ῶ) [1]μεσαιωνική ελληνική[2]), συνηρημένος τύπος για την αρχαία ελληνική βαρέω + νεοελληνική κατάληξη -άω κατά τη σημασία βαριά

Προφορά

ΔΦΑ : /vaˈɾa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαράω

Ρήμα

βαράω/(βαρώ), πρτ.: βαρούσα και βάραγα, στ.μέλλ.: θα βαρέσω, αόρ.: βάρεσα, μτχ.π.π.: βαρεμένος, (το παθητικό βαριέμαι με διαφορετική σημασία)

  • (λαϊκότροπο, οικείο) χτυπάω
    1. δέρνω
      Μην το βαράς το παιδί!
    2. ηχώ
      Γιατί βαράει ο συναγερμός;
    3. πυροβολώ
      το κανόνι βάρεσε
    4. ρίχνω, πετώ
      Λαθόταν στην άκρη του δρόμου και βάραγε πέτρες προσπαθώντας να πετύχει ένα ντενεκεδάκι.

Εκφράσεις

  • βαράω ενέσεις
  • βαράω κανόνι
  • βαράω μαλακία
  • βαράω μύγες
  • βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο

Κλίση

Δε συνηθίζεται ο τύπος βαρώ, βαρά.

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. βαράω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. βαράω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.