βανδαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βανδαλισμός | οι | βανδαλισμοί |
| γενική | του | βανδαλισμού | των | βανδαλισμών |
| αιτιατική | τον | βανδαλισμό | τους | βανδαλισμούς |
| κλητική | βανδαλισμέ | βανδαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βανδαλισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική vandalisme < Vandal(e) ("Βάνδαλος") + -isme[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /van.ða.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαν‐δα‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
βανδαλισμός αρσενικό
- άσκοπη καταστροφή αγαθών, ή έργων τέχνης
- ※ Απέναντι σε εκείνους που ισχυρίζονται ότι τα γκράφιτι είναι βανδαλισμός και πληγή στο πρόσωπο της συνοικίας υπάρχουν και αυτοί που τα υποστηρίζουν, θεωρώντας τα το καρδιογράφημα μιας ζωντανής πόλης (Αγγελική Γιαννικοπούλου, Το εικονογραφημένο βιβλίο στην προσχολική εκπαίδευση, εκδ. Πατάκης, 2016)
Αναφορές
- βανδαλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.