βαλσαμωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαλσαμωμένος η βαλσαμωμένη το βαλσαμωμένο
      γενική του βαλσαμωμένου της βαλσαμωμένης του βαλσαμωμένου
    αιτιατική τον βαλσαμωμένο τη βαλσαμωμένη το βαλσαμωμένο
     κλητική βαλσαμωμένε βαλσαμωμένη βαλσαμωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαλσαμωμένοι οι βαλσαμωμένες τα βαλσαμωμένα
      γενική των βαλσαμωμένων των βαλσαμωμένων των βαλσαμωμένων
    αιτιατική τους βαλσαμωμένους τις βαλσαμωμένες τα βαλσαμωμένα
     κλητική βαλσαμωμένοι βαλσαμωμένες βαλσαμωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαλσαμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαλσαμώνω

Μετοχή

βαλσαμωμένος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.