βαλλόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαλλόμενος η βαλλόμενη το βαλλόμενο
      γενική του βαλλόμενου της βαλλόμενης του βαλλόμενου
    αιτιατική τον βαλλόμενο τη βαλλόμενη το βαλλόμενο
     κλητική βαλλόμενε βαλλόμενη βαλλόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαλλόμενοι οι βαλλόμενες τα βαλλόμενα
      γενική των βαλλόμενων των βαλλόμενων των βαλλόμενων
    αιτιατική τους βαλλόμενους τις βαλλόμενες τα βαλλόμενα
     κλητική βαλλόμενοι βαλλόμενες βαλλόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαλλόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα βάλλομαι

Μετοχή

βαλλόμενος, -η, -ο

  1. που βάλλεται, καθώς βάλλεται
    Ο πρόεδρος του Συνασπισμού, πανταχόθεν βαλλόμενος...

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.