βαλλόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαλλόμενος | η | βαλλόμενη | το | βαλλόμενο |
| γενική | του | βαλλόμενου | της | βαλλόμενης | του | βαλλόμενου |
| αιτιατική | τον | βαλλόμενο | τη | βαλλόμενη | το | βαλλόμενο |
| κλητική | βαλλόμενε | βαλλόμενη | βαλλόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαλλόμενοι | οι | βαλλόμενες | τα | βαλλόμενα |
| γενική | των | βαλλόμενων | των | βαλλόμενων | των | βαλλόμενων |
| αιτιατική | τους | βαλλόμενους | τις | βαλλόμενες | τα | βαλλόμενα |
| κλητική | βαλλόμενοι | βαλλόμενες | βαλλόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
βαλλόμενος, -η, -ο
- που βάλλεται, καθώς βάλλεται
- Ο πρόεδρος του Συνασπισμού, πανταχόθεν βαλλόμενος...
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.