βακούφι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βακούφι τα βακούφια
      γενική του βακουφιού των βακουφιών
    αιτιατική το βακούφι τα βακούφια
     κλητική βακούφι βακούφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βακούφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική vakıf + < αραβική (waqf)

Ουσιαστικό

βακούφι ουδέτερο

  1. (ιστορία) (θρησκεία) κτήμα που έχει δοθεί/αφιερωθεί από τον ιδιοκτήτη του σε μοναστήρι ή ιερό καθίδρυμα
  2. (κατ’ επέκταση) (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό) η γενικότερη ακίνητη περιουσία ενός μοναστηριού
  3. (συνεκδοχικά) το μοναστήρι ή η εκκλησία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.