μούλκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μούλκι | τα | μούλκια |
| γενική | του | μουλκιού | των | μουλκιών |
| αιτιατική | το | μούλκι | τα | μούλκια |
| κλητική | μούλκι | μούλκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μούλκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική mülk < αραβική ملك (mulk)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmul.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μούλ‐κι
Ουσιαστικό
μούλκι ουδέτερο
- (ιστορία, Τουρκοκρατία) ακίνητο ή κινητό περιουσιακό στοιχείο απόλυτης κυριότητας σε αντιδιαστολή με το βακούφιο[1]
Συγγενικά
- Μούλκι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
μούλκι
|
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.