glebe

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

glebe < παλαιά γαλλική glebe < λατινική gleba

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡliːb/

Ουσιαστικό

glebe (en)

  1. έδαφος
  2. γρασίδι
  3. (ιστορία) (Μεσαίωνας) κτήμα που ανήκει σε ενορία και τα έσοδα από τη χρήση του πηγαίνουν σ' αυτήν (μετόχι, βακούφι)

Σύνθετα

  • glebe-house
  • glebe-land
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.