βαθύπεδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθύπεδος | η | βαθύπεδη | το | βαθύπεδο |
| γενική | του | βαθύπεδου | της | βαθύπεδης | του | βαθύπεδου |
| αιτιατική | τον | βαθύπεδο | τη | βαθύπεδη | το | βαθύπεδο |
| κλητική | βαθύπεδε | βαθύπεδη | βαθύπεδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθύπεδοι | οι | βαθύπεδες | τα | βαθύπεδα |
| γενική | των | βαθύπεδων | των | βαθύπεδων | των | βαθύπεδων |
| αιτιατική | τους | βαθύπεδους | τις | βαθύπεδες | τα | βαθύπεδα |
| κλητική | βαθύπεδοι | βαθύπεδες | βαθύπεδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαθύπεδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαθύπεδος. Μορφολογικά αναλύεται σε βαθύ- + -πεδο + ς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βαθύπεδος
|
|
Αναφορές
- Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 357.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.