βαθύπεδων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βαθύπεδων

  1. γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του βαθύπεδος
  2. γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους (βαθύπεδη) του βαθύπεδος
  3. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (βαθύπεδο) του βαθύπεδος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βαθύπεδων ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.