βαθμολογήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

βαθμολογήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαθμολογώ
  2. θα βαθμολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαθμολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βαθμολογήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βαθμολόγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.