αναβαθμολόγηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναβαθμολόγηση οι αναβαθμολογήσεις
      γενική της αναβαθμολόγησης* των αναβαθμολογήσεων
    αιτιατική την αναβαθμολόγηση τις αναβαθμολογήσεις
     κλητική αναβαθμολόγηση αναβαθμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβαθμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβαθμολόγηση < αναβαθμολογώ, αναβαθμολογη- + -ση (< -σις). Αναλύεται σε ανα- + βαθμολόγηση

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.va.θmoˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναβαθμολόγηση
παλιότερος συλλαβισμός: αναβαθμολόγηση

Ουσιαστικό

αναβαθμολόγηση θηλυκό

  • (εκπαίδευση) η επανάληψη της βαθμολόγησης
      Υψηλά ποσοστά αναβαθμολογήσεως γραπτών (Εφημερίδα Καθημερινή, 04/07/2001 )

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βαθμός

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.