αναβαθμολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναβαθμολόγηση | οι | αναβαθμολογήσεις |
| γενική | της | αναβαθμολόγησης* | των | αναβαθμολογήσεων |
| αιτιατική | την | αναβαθμολόγηση | τις | αναβαθμολογήσεις |
| κλητική | αναβαθμολόγηση | αναβαθμολογήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναβαθμολογήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναβαθμολόγηση < αναβαθμολογώ, αναβαθμολογη- + -ση (< -σις). Αναλύεται σε ανα- + βαθμολόγηση
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.va.θmoˈlo.ʝi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βαθ‐μο‐λό‐γη‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐να‐βα‐θμο‐λό‐γη‐ση
Μεταφράσεις
αναβαθμολόγηση
|
|
Πηγές
- αναβαθμολόγηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναβαθμολόγηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.