επιβατάμαξα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβατάμαξα οι επιβατάμαξες
      γενική της επιβατάμαξας
    αιτιατική την επιβατάμαξα τις επιβατάμαξες
     κλητική επιβατάμαξα επιβατάμαξες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιβατάμαξα < επιβάτ(ης) + άμαξα

Ουσιαστικό

επιβατάμαξα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.