βαγονέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαγονέτο τα βαγονέτα
      γενική του βαγονέτου των βαγονέτων
    αιτιατική το βαγονέτο τα βαγονέτα
     κλητική βαγονέτο βαγονέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαγονέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική vagonetto, υποκοριστικό του vagone (βαγόνι)
βαγονέτο λατομείου

Ουσιαστικό

βαγονέτο ουδέτερο

  1. μικρό ανοιχτό βαγόνι που χρησιμοποιείται σε ορυχεία
  2. βαγονέτο κουζίνας: μεγάλο συρτάρι με μηχανισμό κύλισης, που χρησιμοποιείται στην κουζίνα (για τοποθέτηση μπουκαλιών, πιάτων κ.ο.κ.)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.