βαγονέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαγονέτο | τα | βαγονέτα |
| γενική | του | βαγονέτου | των | βαγονέτων |
| αιτιατική | το | βαγονέτο | τα | βαγονέτα |
| κλητική | βαγονέτο | βαγονέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαγονέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική vagonetto, υποκοριστικό του vagone (βαγόνι)

βαγονέτο λατομείου
Ουσιαστικό
βαγονέτο ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βαγόνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.