βέσπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βέσπα | οι | βέσπες |
| γενική | της | βέσπας | των | βεσπών |
| αιτιατική | τη | βέσπα | τις | βέσπες |
| κλητική | βέσπα | βέσπες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
1. βέσπα
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈve.spa/
Ουσιαστικό
βέσπα θηλυκό
- μικρό δίκυκλο όχημα με κινητήρα και με προστατευτικό αντιανεμικό κάλυμμα
- (καταχρηστικά) οποιοδήποτε σκούτερ
Συγγενικά
-
βέσπα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.