βέσπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βέσπα οι βέσπες
      γενική της βέσπας των βεσπών
    αιτιατική τη βέσπα τις βέσπες
     κλητική βέσπα βέσπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
1. βέσπα

Ετυμολογία

βέσπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Vespa < vespa < λατινική vespa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wobʰseh₂ ‎(σφήκα) < *webʰ- ‎(υφαίνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈve.spa/

Ουσιαστικό

βέσπα θηλυκό

  1. μικρό δίκυκλο όχημα με κινητήρα και με προστατευτικό αντιανεμικό κάλυμμα
  2. (καταχρηστικά) οποιοδήποτε σκούτερ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.