συθέμελα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
Από το επίθετο
συθέμελος
Επίρρημα
συθέμελα
από και με τα
θεμέλια
, από τη
βάση
, ολόκληρος
Το σπίτι σείστηκε
συθέμελα
.
Συγγενικά
συθέμελος
Μεταφράσεις
συθέμελα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.