αὔξη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αὔξη αἱ αὖξαι
      γενική τῆς αὔξης τῶν αὐξῶν
      δοτική τῇ αὔξ ταῖς αὔξαις
    αιτιατική τὴν αὔξην τὰς αὔξᾱς
     κλητική ! αὔξη αὖξαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὔξ
γεν-δοτ τοῖν  αὔξαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αὔξη < αὔξω (αὐξάνω)

Ουσιαστικό

αὔξη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • η ανάπτυξη, το μεγάλωμα
    χρειάζεται παράθεμα με πληθυντικό
    άλλες μορφές: αὖξις, αὔξησις

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αὔξω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.