αὐξητικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | αὐξητικός | ἡ | αὐξητική | τὸ | αὐξητικόν |
| γενική | τοῦ | αὐξητικοῦ | τῆς | αὐξητικῆς | τοῦ | αὐξητικοῦ |
| δοτική | τῷ | αὐξητικῷ | τῇ | αὐξητικῇ | τῷ | αὐξητικῷ |
| αιτιατική | τὸν | αὐξητικόν | τὴν | αὐξητικήν | τὸ | αὐξητικόν |
| κλητική ὦ! | αὐξητικέ | αὐξητική | αὐξητικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | αὐξητικοί | αἱ | αὐξητικαί | τὰ | αὐξητικᾰ́ |
| γενική | τῶν | αὐξητικῶν | τῶν | αὐξητικῶν | τῶν | αὐξητικῶν |
| δοτική | τοῖς | αὐξητικοῖς | ταῖς | αὐξητικαῖς | τοῖς | αὐξητικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | αὐξητικούς | τὰς | αὐξητικᾱ́ς | τὰ | αὐξητικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | αὐξητικοί | αὐξητικαί | αὐξητικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐξητικώ | τὼ | αὐξητικᾱ́ | τὼ | αὐξητικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐξητικοῖν | τοῖν | αὐξητικαῖν | τοῖν | αὐξητικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αὐξητικός,ή,όν
- που προάγει την ανάπτυξη, το μεγάλωμα, εκείνος που αυξάνει
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.