αὐχμηρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | αὐχμηρός | ἡ | αὐχμηρᾱ́ | τὸ | αὐχμηρόν |
| γενική | τοῦ | αὐχμηροῦ | τῆς | αὐχμηρᾶς | τοῦ | αὐχμηροῦ |
| δοτική | τῷ | αὐχμηρῷ | τῇ | αὐχμηρᾷ | τῷ | αὐχμηρῷ |
| αιτιατική | τὸν | αὐχμηρόν | τὴν | αὐχμηρᾱ́ν | τὸ | αὐχμηρόν |
| κλητική ὦ! | αὐχμηρέ | αὐχμηρᾱ́ | αὐχμηρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | αὐχμηροί | αἱ | αὐχμηραί | τὰ | αὐχμηρᾰ́ |
| γενική | τῶν | αὐχμηρῶν | τῶν | αὐχμηρῶν | τῶν | αὐχμηρῶν |
| δοτική | τοῖς | αὐχμηροῖς | ταῖς | αὐχμηραῖς | τοῖς | αὐχμηροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | αὐχμηρούς | τὰς | αὐχμηρᾱ́ς | τὰ | αὐχμηρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | αὐχμηροί | αὐχμηραί | αὐχμηρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐχμηρώ | τὼ | αὐχμηρᾱ́ | τὼ | αὐχμηρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐχμηροῖν | τοῖν | αὐχμηραῖν | τοῖν | αὐχμηροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αὐχμηρός, -ά, -όν
- ξηρός, άνυδρος, τραχύς
- (κατ’ επέκταση) λερωμένος, σκονισμένος
- (μεταφορικά) ελεεινός, άθλιος
- (ελληνιστική σημασία) σκοτεινός
Συνώνυμα
Αναφορές
- αυχμηρός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- αὐχμηρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐχμηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.