αὐχμῶδες

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐχμῶδες < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, από το ουδέτερο του επιθέτου αὐχμώδης

Ουσιαστικό

αὐχμῶδες (για την κλίση, μπορείτε να δείτε το ουδέτερο στο λήμμα αὐχμώδης)

  • η ξηρασία ως κλίμα μιας περιοχής, ή η παροδική


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.