αὐθαίρετος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- αὐθαίρετος < αὐτός + αἱρέομαι-αἱροῦμαι
Επίθετο
αὐθαίρετος
- με πρωτοβουλία του εαυτού του, άπο μόνος του, εθελοντής
- αὐθαίρετος ἐξῆλθεν πρὸς ὑμᾶς δηλ. με δικιά του πρωτοβουλία ήρθε σε εμάς
- επιλεγμένος άπο τον εαυτό του, αυτοδιόριστος
- αὐθαίρετοι στρατηγοὶ δηλ. αυτοδιόριστοι στρατηγοί
- ηθελημένος, εκ προθέσεως, από επιλογή
- τούτων δ᾽ αὐθαίρετον οὐδέν δηλ. τίποτα άπο αυτά δεν ήταν άπο επιλογή
- ἡ δὲ τοῦ τέλους ἔφεσις οὐκ αὐθαίρετος δηλ. ο τελικός σκοπός του δέν είναι της επιλογής του
- προκαλούμενος απο τον ίδιο, αποτέλεσμα επιλογής του ιδίου
- αὐθαιρέτῳ θανάτῳ ἀποθνῄσκει δηλ. πέθανε απο αυτοπροκαλούμενο θάνατο, ήτοι: αυτοκτόνησε
- οὐκ αὐθαίρετοι βροτοῖς ἔρωτες δηλ. οι έρωτες των θνητων δεν προκαλούνται άπο τους ίδιους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.