αμεσότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμεσότητα οι αμεσότητες
      γενική της αμεσότητας των αμεσοτήτων
    αιτιατική την αμεσότητα τις αμεσότητες
     κλητική αμεσότητα αμεσότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμεσότητα < μεσαιωνική ελληνική ἀμεσότης < ἄμεσος < αρχαία ελληνική μέσον

Ουσιαστικό

αμεσότητα θηλυκό

  1. το να γίνεται κάτι άμεσα, χωρίς την μεσολάβηση ή την παρεμβολή κάποιου
  2. το να γίνεται κάτι άμεσα, στο εγγύς μέλλον

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη μέσο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.