αμεσότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμεσότητα | οι | αμεσότητες |
| γενική | της | αμεσότητας | των | αμεσοτήτων |
| αιτιατική | την | αμεσότητα | τις | αμεσότητες |
| κλητική | αμεσότητα | αμεσότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμεσότητα < μεσαιωνική ελληνική ἀμεσότης < ἄμεσος < αρχαία ελληνική μέσον
Ουσιαστικό
αμεσότητα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μέσο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.