αὐτουργός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | αὐτουργός | τὸ | αὐτουργόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | αὐτουργοῦ | τοῦ | αὐτουργοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | αὐτουργῷ | τῷ | αὐτουργῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | αὐτουργόν | τὸ | αὐτουργόν | ||
| κλητική ὦ! | αὐτουργέ | αὐτουργόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | αὐτουργοί | τὰ | αὐτουργᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | αὐτουργῶν | τῶν | αὐτουργῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | αὐτουργοῖς | τοῖς | αὐτουργοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | αὐτουργούς | τὰ | αὐτουργᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | αὐτουργοί | αὐτουργᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτουργώ | τὼ | αὐτουργώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐτουργοῖν | τοῖν | αὐτουργοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αὐτουργός, -ός, -όν
- ο αυτοδίδακτος, που έμαθε μια τέχνη ή επιστήμη μόνος του
- ο αυτοσχέδιος, δίχως προπαρασκευή, προετοιμασία, επεξεργασία
- που έχει κάνει κάτι με τα ίδια του τα χέρια
- ※ ...ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν αὑτὸν καὶ γινόμενος αὐτουργὸς τῆς ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρίας (Πολύβιος, Ἱστορίαι, γ Plb.3.17.8)
- έδινε το παράδειγμα στο πλήθος (των στρατιωτών) συμμετέχοντας κι ο ίδιος στα κοπιαστικά έργα της πολιορκίας)
- ※ ...ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν αὑτὸν καὶ γινόμενος αὐτουργὸς τῆς ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρίας (Πολύβιος, Ἱστορίαι, γ Plb.3.17.8)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | αὐτουργός | οἱ | αὐτουργοί |
| γενική | τοῦ | αὐτουργοῦ | τῶν | αὐτουργῶν |
| δοτική | τῷ | αὐτουργῷ | τοῖς | αὐτουργοῖς |
| αιτιατική | τὸν | αὐτουργόν | τοὺς | αὐτουργούς |
| κλητική ὦ! | αὐτουργέ | αὐτουργοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτουργώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐτουργοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
αὐτουργός
Συγγενικά
- αὐτουργέω
- αὐτουργία
- αὐτουργικός
Πηγές
- αὐτουργός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτουργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.