αὐτοσχεδόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- αὐτοσχεδόν < αὐτοσχέδιος
Επίρρημα
αὐτοσχεδόν
- από κοντά, σώμα με σώμα στη μάχη, εκ του συστάδην
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 293 (292-293)
- αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς | οὖτα Δαμαστορίδην αὐτοσχεδὸν ἔγχεϊ μακρῷ·
- Μετά | σχεδόν εξ επαφής ο Οδυσσέας σημάδεψε με το μακρύ του δόρυ τον γόνο του Δαμάστορα,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς | οὖτα Δαμαστορίδην αὐτοσχεδὸν ἔγχεϊ μακρῷ·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 293 (292-293)
- (για χρονική στιγμή) αμέσως, ευθύς αμέσως, επί τόπου
Συγγενικά
Πηγές
- αὐτοσχεδόν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτοσχεδόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.