αὐτοδαής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | αὐτοδαής | τὸ | αὐτοδαές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | αὐτοδαοῦς | τοῦ | αὐτοδαοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | αὐτοδαεῖ | τῷ | αὐτοδαεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | αὐτοδαῆ | τὸ | αὐτοδαές | ||
| κλητική ὦ! | αὐτοδαές | αὐτοδαές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | αὐτοδαεῖς | τὰ | αὐτοδαῆ | ||
| γενική | τῶν | αὐτοδαῶν | τῶν | αὐτοδαῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | αὐτοδαέσῐ(ν) | τοῖς | αὐτοδαέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | αὐτοδαεῖς | τὰ | αὐτοδαῆ | ||
| κλητική ὦ! | αὐτοδαεῖς | αὐτοδαῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτοδαεῖ | τὼ | αὐτοδαεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐτοδαοῖν | τοῖν | αὐτοδαοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αὐτοδαής < αὐτο- + δαῆναι
Πηγές
- αὐτοδαής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτοδαής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.