αχερόντειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχερόντειος | η | αχερόντεια | το | αχερόντειο |
| γενική | του | αχερόντειου | της | αχερόντειας | του | αχερόντειου |
| αιτιατική | τον | αχερόντειο | την | αχερόντεια | το | αχερόντειο |
| κλητική | αχερόντειε | αχερόντεια | αχερόντειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχερόντειοι | οι | αχερόντειες | τα | αχερόντεια |
| γενική | των | αχερόντειων | των | αχερόντειων | των | αχερόντειων |
| αιτιατική | τους | αχερόντειους | τις | αχερόντειες | τα | αχερόντεια |
| κλητική | αχερόντειοι | αχερόντειες | αχερόντεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αχερόντειος < αρχαία ελληνική Ἀχερόντειος < Ἀχέρων
Μεταφράσεις
αχερόντειος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.