αχ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αχ
<
(
ηχομιμητική λέξη
)
(ή <
τουρκική
ah
)
Επιφώνημα
αχ
επιφώνημα
για να δηλωθεί
χαρά
ικανοποίηση
τρυφερότητα
θαυμασμός
επιθυμία
ανακούφιση
λύπη
πόνος
απειλή
συμπαράσταση
α
αχά
αχ βαχ
βαχ
ωχ
Μεταφράσεις
αχ
αγγλικά
:
ah
(en)
,
aah
(en)
,
oh
(en)
πολωνικά
:
ach
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.