αχά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αχά
<
(
ηχομιμητική λέξη
)
Επιφώνημα
αχά
επιφώνημα
που δηλώνει
ειρωνεία
,
αποδοκιμασία
,
περιπαικτικό
σχολιασμό
κ.λπ.
αχαχούχα
Μεταφράσεις
αχά
→
δείτε
τη
λέξη
αχαχούχα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.