αφυγραντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφυγραντικός | η | αφυγραντική | το | αφυγραντικό |
| γενική | του | αφυγραντικού | της | αφυγραντικής | του | αφυγραντικού |
| αιτιατική | τον | αφυγραντικό | την | αφυγραντική | το | αφυγραντικό |
| κλητική | αφυγραντικέ | αφυγραντική | αφυγραντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφυγραντικοί | οι | αφυγραντικές | τα | αφυγραντικά |
| γενική | των | αφυγραντικών | των | αφυγραντικών | των | αφυγραντικών |
| αιτιατική | τους | αφυγραντικούς | τις | αφυγραντικές | τα | αφυγραντικά |
| κλητική | αφυγραντικοί | αφυγραντικές | αφυγραντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφυγραντικός < αφυγραίνω + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dehumidifying)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.