αφούρνιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφούρνιστος | η | αφούρνιστη | το | αφούρνιστο |
| γενική | του | αφούρνιστου | της | αφούρνιστης | του | αφούρνιστου |
| αιτιατική | τον | αφούρνιστο | την | αφούρνιστη | το | αφούρνιστο |
| κλητική | αφούρνιστε | αφούρνιστη | αφούρνιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφούρνιστοι | οι | αφούρνιστες | τα | αφούρνιστα |
| γενική | των | αφούρνιστων | των | αφούρνιστων | των | αφούρνιστων |
| αιτιατική | τους | αφούρνιστους | τις | αφούρνιστες | τα | αφούρνιστα |
| κλητική | αφούρνιστοι | αφούρνιστες | αφούρνιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈfuɾ.ni.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φούρ‐νι‐στος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φούρνος
Μεταφράσεις
αφούρνιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.