φοῦρνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φοῦρνος | οἱ | φοῦρνοι | ||||
| γενική | τοῦ | φούρνου | τῶν | φούρνων | ||||
| δοτική | τῷ | φούρνῳ | τοῖς | φούρνοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | φοῦρνον | τοὺς | φούρνους | ||||
| κλητική ὦ! | φοῦρνε | φοῦρνοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φούρνω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | φούρνοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- φοῦρνος < (άμεσο δάνειο) λατινική furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷʰer- (θερμός)
Συνώνυμα
- ἰπνός
Πηγές
- φοῦρνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.