αφουράδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφουράδα οι αφουράδες
      γενική της αφουράδας των αφουράδων
    αιτιατική την αφουράδα τις αφουράδες
     κλητική αφουράδα αφουράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφουράδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φοράδα, με προτακτικό α-

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fuˈɾa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφουράδα
παρώνυμο: αγουράδα

Ουσιαστικό

αφουράδα ουδέτερο

  • (ιδιωματικό, θηλαστικό ζώο) φοράδα

Πηγές

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 71.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.