αφορολόγητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφορολόγητος | η | αφορολόγητη | το | αφορολόγητο |
| γενική | του | αφορολόγητου | της | αφορολόγητης | του | αφορολόγητου |
| αιτιατική | τον | αφορολόγητο | την | αφορολόγητη | το | αφορολόγητο |
| κλητική | αφορολόγητε | αφορολόγητη | αφορολόγητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφορολόγητοι | οι | αφορολόγητες | τα | αφορολόγητα |
| γενική | των | αφορολόγητων | των | αφορολόγητων | των | αφορολόγητων |
| αιτιατική | τους | αφορολόγητους | τις | αφορολόγητες | τα | αφορολόγητα |
| κλητική | αφορολόγητοι | αφορολόγητες | αφορολόγητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφορολόγητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφορολόγητος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fo.ɾoˈlo.ʝi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φο‐ρο‐λό‐γη‐τος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- φορολογημένος
- φορολογήσιμος
Συγγενικά
- αφορολόγητα
- → δείτε τις λέξεις φορολογώ, φόρος, φέρω και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.