αφιερώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αφιερώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφιερώνω
  2. θα αφιερώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφιερώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αφιερώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφιέρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.