abstraction
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /æbˈstræk.ʃən/ & /əbˈstræk.ʃn̩/
- ⓘ
Ουσιαστικό
abstraction (en)
- η αφαίρεση (κάποιου πράγματος από κάποιον)
- η αφαίρεση (η αφαιρετική διαδικασία που είναι χρήσιμη όταν αναλύουμε μια έννοια)
- η αφαίρεση, η αφηρημένη έννοια
- η άντληση νερού από ποτάμι, λίμνη κλπ για βιομηχανική ή αγροτική χρήση
- (πληροφορική, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) αφαίρεση, βασική έννοια της πληροφορικής
- δείτε επίσης: abstraction στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ap.stʁak.sjɔ̃/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη abstraire
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.